υποχονδριακός

υποχονδριακός
η , όν 1. страдающий ипохондрией;
2. (ο ) ипохондрик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποχονδριακός" в других словарях:

  • υποχονδριακός — ή, ό / ὑποχονδριακός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποχοντριακός Ν [ὑποχόνδριος / ὑποχόντριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποχόνδριο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποχονδρία («υποχονδριακές εκδηλώσεις») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει… …   Dictionary of Greek

  • ὑποχονδριακά — ὑποχονδριακός of the neut nom/voc/acc pl ὑποχονδριακά̱ , ὑποχονδριακός of the fem nom/voc/acc dual ὑποχονδριακά̱ , ὑποχονδριακός of the fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχονδριακόν — ὑποχονδριακός of the masc acc sg ὑποχονδριακός of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχονδριακοῖς — ὑποχονδριακός of the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχονδριακοῦ — ὑποχονδριακός of the masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχονδριακούς — ὑποχονδριακός of the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχονδριακή — ὑποχονδριακός of the fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχονδριακῷ — ὑποχονδριακός of the masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • hipocondríaco — ► adjetivo 1 SIQUIATRÍA De la hipocondría: ■ presenta una actitud irracional hipocondríaca. SINÓNIMO hipocóndrico ► adjetivo/ sustantivo 2 SIQUIATRÍA Que padece hipocondría. * * * hipocondriaco, a o hipocondríaco, a 1 adj. De [la] hipocondría. 2… …   Enciclopedia Universal

  • αεροφοβία — η Ιατρ. παράλογος, υποχονδριακός φόβος απέναντι στα ρεύματα τού αέρα ή, γενικά, απέναντι στον ψυχρό αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. aerophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < aero (< αήρ, έρος) + phobia (< φοβία < φόβος)] …   Dictionary of Greek

  • αποκόντριος — α, ο υποχόνδριος, υποχονδριακός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»